Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfrigolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfrigoˈlio]

τσιτσίρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfrigolare sfringuellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfrenatezza (θηλ.ουσ)
sfrenato (επίθ.)
sfrido (ουσ αρσ )
sfriggere (ρ.αμτβ.)
sfrigolare (ρ.αμτβ.)
sfrigolio (ουσ αρσ )
sfringuellare (ρ.αμτβ.)
sfringuellare (ρ. μτβ.)
sfrittellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrittellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrondamento (ουσ αρσ )
sfrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrontataggine (θηλ.ουσ)
sfrontatamente (επίρ.)
sfrontatezza (θηλ.ουσ)
sfrontato (ουσ αρσ )
sfrontato (επίθ.)
sfrusciare (ρ.αμτβ.)
sfruscio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---