Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfrégio, sfrègio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfreʤo], [ˈsfrɛʤo]

1 κόψιμο
2 προσβολή
3 ασχήμισμα
4 εξύβριση
5 βρισιά
6 παραμόρφωση
7 λάβωμα
8 κοψιά
9 αμυχή
10 ουλή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfregiatore sfrenare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfregatura (θηλ.ουσ)
sfregiare (ρ. μτβ.)
sfregiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfregiato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfregiatore (ουσ αρσ )
sfregio (ουσ αρσ )
sfrenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrenatamente (επίρ.)
sfrenatezza (θηλ.ουσ)
sfrenato (επίθ.)
sfrido (ουσ αρσ )
sfriggere (ρ.αμτβ.)
sfrigolare (ρ.αμτβ.)
sfrigolio (ουσ αρσ )
sfringuellare (ρ.αμτβ.)
sfringuellare (ρ. μτβ.)
sfrittellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrittellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrondamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---