sfrontàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfronˈtato]
ξεδιάντροπος άνθρωπος
sfrontàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sfronˈtato]
1 θρασύς
2 αυθάδης
3 προπέτης
4 ξεδιάντροπος
5 αναίσχυντος
6 αδιάντροπος
7 ασύστολος
8 ασύνετος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfronˈtato]
ξεδιάντροπος άνθρωπος
sfrontàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sfronˈtato]
1 θρασύς
2 αυθάδης
3 προπέτης
4 ξεδιάντροπος
5 αναίσχυντος
6 αδιάντροπος
7 ασύστολος
8 ασύνετος
permalink
sfrontato (ουσ αρσ )
sfrontato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android