ItalianoGreco


sfuggévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfudˈʤevole]

1 μεταβατικός
2 παροδικός
3 που διαφεύγει
4 εφήμερος
5 προσωρινός
6 πρόσκαιρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---