Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfuggévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfudˈʤevole]

1 μεταβατικός
2 παροδικός
3 που διαφεύγει
4 εφήμερος
5 προσωρινός
6 πρόσκαιρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfuggente sfuggevolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfruttare (ρ. μτβ.)
sfruttato (ουσ αρσ )
sfruttato (επίθ.)
sfruttatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfuggente (επίθ.)
sfuggevole (επίθ.)
sfuggevolezza (θηλ.ουσ)
sfuggevolmente (επίρ.)
sfuggimento (ουσ αρσ )
sfuggire (ρ.αμτβ.)
sfuggire (ρ. μτβ.)
sfumare (ρ.αμτβ.)
sfumare (ρ. μτβ.)
sfumato (ουσ αρσ )
sfumato (επίθ.)
sfumatura (θηλ.ουσ)
sfumino (ουσ αρσ )
sfumo (ουσ αρσ )
sfuriata (θηλ.ουσ)
sfuso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---