ItalianoGreco


sfruttàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfrutˈtato]

πρόσωπο που το εκμεταλλεύονται

sfruttàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfrutˈtato]

εκμεταλλευθείς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---