Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfruttatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sfruttaˈtore] 1 εκμεταλλευτής 2 κερδοσκόπος 3 μαυραγορίτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |