Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfruttatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sfruttaˈtore]

1 εκμεταλλευτής
2 κερδοσκόπος
3 μαυραγορίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfruttato sfuggente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfruttabile (επίθ.)
sfruttamento (ουσ αρσ )
sfruttare (ρ. μτβ.)
sfruttato (ουσ αρσ )
sfruttato (επίθ.)
sfruttatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfuggente (επίθ.)
sfuggevole (επίθ.)
sfuggevolezza (θηλ.ουσ)
sfuggevolmente (επίρ.)
sfuggimento (ουσ αρσ )
sfuggire (ρ.αμτβ.)
sfuggire (ρ. μτβ.)
sfumare (ρ.αμτβ.)
sfumare (ρ. μτβ.)
sfumato (ουσ αρσ )
sfumato (επίθ.)
sfumatura (θηλ.ουσ)
sfumino (ουσ αρσ )
sfumo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---