Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sghiacciàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgjatˈʧare]

λιώνω

sghiacciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zgjatˈʧarsi]

λιώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sghiacciamento sghiacciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgelo (ουσ αρσ )
sghembo (επίθ.)
sgheronato (επίθ.)
sgherro (αρσ. επίθ και ουσ)
sghiacciamento (ουσ αρσ )
sghiacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sghiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sghiacciatore (ουσ αρσ )
sghiaiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sghignazzamento (ουσ αρσ )
sghignazzare (ρ.αμτβ.)
sghignazzata (θηλ.ουσ)
sghiribizzo (ουσ αρσ )
sgobbare (ρ.αμτβ.)
sgobbata (θηλ.ουσ)
sgobbo (ουσ αρσ )
sgobbone (ουσ αρσ )
sgocciolamento (ουσ αρσ )
sgocciolare (ρ.αμτβ.)
sgocciolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---