Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgocciolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgotʧoˈlare]

1 σταλάζω
2 πέφτω σε σταγόνες
3 στάζω

sgocciolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgotʧoˈlare]

1 χύνω σταγόνα σταγόνα
2 αδειάζω μέχρι την τελευταία σταγόνα
3 χύνω κατά σταγόνες
4 αποστάζω
5 αφήνω κάτι να πέσει στάγδην


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgocciolamento sgocciolatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgobbare (ρ.αμτβ.)
sgobbata (θηλ.ουσ)
sgobbo (ουσ αρσ )
sgobbone (ουσ αρσ )
sgocciolamento (ουσ αρσ )
sgocciolare (ρ.αμτβ.)
sgocciolare (ρ. μτβ.)
sgocciolatoio (ουσ αρσ )
sgocciolatura (θηλ.ουσ)
sgocciolio (ουσ αρσ )
sgocciolo (ουσ αρσ )
sgolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sgomberare (ρ.αμτβ.)
sgomberare (ρ. μτβ.)
sgombero (ουσ αρσ )
sgombraneve (ουσ αρσ )
sgombrare (ρ.αμτβ.)
sgombrare (ρ. μτβ.)
sgombro (ουσ αρσ )
sgombro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---