Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsghiribìzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zgiriˈbiddzo], [zgiriˈbittso] 1 καπρίτσιο 2 ιδιοτροπία 3 λόξα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |