Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgobbóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zgobˈbone] 1 δούλος της δουλειάς 2 άνθρωπος που ξεθεώνεται στη δουλειά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |