ItalianoGreco


sgòbbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgɔbbo]

1 δουλειά σαν του σκλάβου
2 χοντροδουλειά
3 ελεεινή εργασία
4 ιδροκόπημα
5 χαμαλοδουλειά
6 μόχθος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---