Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgocciolatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zgotʧolaˈtojo] 1 πρόστεγο 2 βάση στεγνώματος των πιάτων 3 υδρορροή 4 πιατοθήκη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |