Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgòrbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgɔrbjo]

1 στίγμα
2 μουντζούρα
3 λερωματιά
4 επίχρισμα
5 σκιάχτρο (για άσχημο άνθρωπο)
6 κακότεχνος πίνακας
7 πασάλειμμα
8 βρομιά
9 βιαστικό γράψιμο
10 ορνιθοσκαλίσματα
11 κακογραφία
12 καλικαντζούρες
13 μουντζαλιά
14 κηλίδα
15 μουντζουριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgorbiatura sgorgare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgonfiotto (ουσ αρσ )
sgonnellare (ρ.αμτβ.)
sgorbia (θηλ.ουσ)
sgorbiare (ρ. μτβ.)
sgorbiatura (θηλ.ουσ)
sgorbio (ουσ αρσ )
sgorgare (ρ.αμτβ.)
sgorgo (ουσ αρσ )
sgottare (ρ. μτβ.)
sgozzare (ρ. μτβ.)
sgozzatura (θηλ.ουσ)
sgradevole (επίθ.)
sgradevolezza (θηλ.ουσ)
sgradevolmente (επίρ.)
sgradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgradito (επίθ.)
sgraffiare (ρ. μτβ.)
sgraffiatura (θηλ.ουσ)
sgraffignare (ρ. μτβ.)
sgraffio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---