ItalianoGreco


sgòrbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgɔrbjo]

1 στίγμα
2 μουντζούρα
3 λερωματιά
4 επίχρισμα
5 σκιάχτρο (για άσχημο άνθρωπο)
6 κακότεχνος πίνακας
7 πασάλειμμα
8 βρομιά
9 βιαστικό γράψιμο
10 ορνιθοσκαλίσματα
11 κακογραφία
12 καλικαντζούρες
13 μουντζαλιά
14 κηλίδα
15 μουντζουριά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---