sgòrbio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzgɔrbjo]
1 στίγμα
2 μουντζούρα
3 λερωματιά
4 επίχρισμα
5 σκιάχτρο (για άσχημο άνθρωπο)
6 κακότεχνος πίνακας
7 πασάλειμμα
8 βρομιά
9 βιαστικό γράψιμο
10 ορνιθοσκαλίσματα
11 κακογραφία
12 καλικαντζούρες
13 μουντζαλιά
14 κηλίδα
15 μουντζουριά
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzgɔrbjo]
1 στίγμα
2 μουντζούρα
3 λερωματιά
4 επίχρισμα
5 σκιάχτρο (για άσχημο άνθρωπο)
6 κακότεχνος πίνακας
7 πασάλειμμα
8 βρομιά
9 βιαστικό γράψιμο
10 ορνιθοσκαλίσματα
11 κακογραφία
12 καλικαντζούρες
13 μουντζαλιά
14 κηλίδα
15 μουντζουριά
permalink
sgorbio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android