Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simulàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [simuˈlato]

1 ψεύτικος
2 ο της εξομοίωσης
3 ο της προσομοίωσης
4 εξεζητημένος
5 θεατρινίστικος
6 πλαστός
7 προσποιητός
8 επίπλαστος
9 αφύσικος
10 στημένος
11 υποκριτικός
12 φτιαστός
13 προσποιητικός
14 εικονικός
15 σικέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simulatamente simulatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simpodio (ουσ αρσ )
simposio (ουσ αρσ )
simulacro (ουσ αρσ )
simulare (ρ. μτβ.)
simulatamente (επίρ.)
simulato (επίθ.)
simulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
simulatorio (επίθ.)
simulazione (θηλ.ουσ)
simultanea (θηλ.ουσ)
simultaneamente (επίρ.)
simultaneità (θηλ.ουσ)
simultaneo (επίθ.)
simun (ουσ αρσ )
sinagoga (θηλ.ουσ)
sinaitico (επίθ.)
sinalefe (θηλ.ουσ)
sinallagma (ουσ αρσ )
sinallagmatico (επίθ.)
sinantropo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---