Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sindacàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sindaˈkabile]

1 επιβεβαιώσιμος
2 αξιοκατάκριτος
3 αξιόμεμπτος
4 επαληθεύσιμος
5 που μπορεί να λογοκριθεί
6 υποκείμενος σε έλεγχο
7 κατακριτέος
8 ελέγξιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sincrotrone sindacale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sincronizzato (επίθ.)
sincronizzatore (ουσ αρσ )
sincronizzazione (θηλ.ουσ)
sincrono (επίθ.)
sincrotrone (ουσ αρσ )
sindacabile (επίθ.)
sindacale (επίθ.)
sindacalismo (ουσ αρσ )
sindacalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sindacalistico (επίθ.)
sindacalizzare (ρ. μτβ.)
sindacalizzazione (θηλ.ουσ)
sindacare (ρ. μτβ.)
sindacato (ουσ αρσ )
sindacatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sindaco (ουσ αρσ )
sindattilia (θηλ.ουσ)
sindattilo (επίθ.)
sinderesi (θηλ.ουσ)
sindone (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---