ItalianoGreco


sindacàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sindaˈkabile]

1 επιβεβαιώσιμος
2 αξιοκατάκριτος
3 αξιόμεμπτος
4 επαληθεύσιμος
5 που μπορεί να λογοκριθεί
6 υποκείμενος σε έλεγχο
7 κατακριτέος
8 ελέγξιμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z