Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


skilift  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ski ˈlift], [skiˈlift]

αναβατόριο χιονοδρομικής πίστας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sketch skipper  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sizigiale (επίθ.)
skai (ουσ αρσ )
skateboard (ουσ αρσ )
skating (ουσ αρσ )
sketch (ουσ αρσ )
skilift (ουσ αρσ )
skipper (ουσ αρσ και θηλ.)
slabbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slabbrarsi (ρ.μ. (αντων.))
slabbratura (θηλ.ουσ)
slacciare (ρ. μτβ.)
slacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slacciato (επίθ.)
sladinare (ρ. μτβ.)
sladinatura (θηλ.ουσ)
slalom (ουσ αρσ )
slalomista (ουσ αρσ και θηλ.)
slanciamento (ουσ αρσ )
slanciare (ρ. μτβ.)
slanciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---