Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


skipper  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskipper]

1 καπετάνιος πλοίου
2 καραβοκύρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  skilift slabbrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

skai (ουσ αρσ )
skateboard (ουσ αρσ )
skating (ουσ αρσ )
sketch (ουσ αρσ )
skilift (ουσ αρσ )
skipper (ουσ αρσ και θηλ.)
slabbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slabbrarsi (ρ.μ. (αντων.))
slabbratura (θηλ.ουσ)
slacciare (ρ. μτβ.)
slacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slacciato (επίθ.)
sladinare (ρ. μτβ.)
sladinatura (θηλ.ουσ)
slalom (ουσ αρσ )
slalomista (ουσ αρσ και θηλ.)
slanciamento (ουσ αρσ )
slanciare (ρ. μτβ.)
slanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slanciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---