Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sketch  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɛʧ]

σκετς (θεατρικό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  skating skilift  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sizigia (θηλ.ουσ)
sizigiale (επίθ.)
skai (ουσ αρσ )
skateboard (ουσ αρσ )
skating (ουσ αρσ )
sketch (ουσ αρσ )
skilift (ουσ αρσ )
skipper (ουσ αρσ και θηλ.)
slabbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slabbrarsi (ρ.μ. (αντων.))
slabbratura (θηλ.ουσ)
slacciare (ρ. μτβ.)
slacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slacciato (επίθ.)
sladinare (ρ. μτβ.)
sladinatura (θηλ.ουσ)
slalom (ουσ αρσ )
slalomista (ουσ αρσ και θηλ.)
slanciamento (ουσ αρσ )
slanciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---