Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slabbràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zlabˈbrare]

1 διευρύνω
2 διανοίγω τα χείλη
3 ανοίγω το στόμιο

slabbrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zlabˈbrarsi]

1 ανοίγω στα χείλη
2 αποκτώ ανοίγματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  skipper slabbratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

skateboard (ουσ αρσ )
skating (ουσ αρσ )
sketch (ουσ αρσ )
skilift (ουσ αρσ )
skipper (ουσ αρσ και θηλ.)
slabbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slabbrarsi (ρ.μ. (αντων.))
slabbratura (θηλ.ουσ)
slacciare (ρ. μτβ.)
slacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slacciato (επίθ.)
sladinare (ρ. μτβ.)
sladinatura (θηλ.ουσ)
slalom (ουσ αρσ )
slalomista (ουσ αρσ και θηλ.)
slanciamento (ουσ αρσ )
slanciare (ρ. μτβ.)
slanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slanciato (επίθ.)
slancio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---