Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sminuìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zminuˈire]

1 χαμηλώνω
2 υποβιβάζω
3 λεπτύνω
4 κονταίνω
5 υποτιμώ
6 εξουδετερώνω
7 ταπεινώνω
8 ευτελίζω
9 υποβαθμίζω
10 σμικρύνω
11 λιγοστεύω
12 ελαττώνω
13 μειώνω
14 περιορίζω
15 μικραίνω
16 περιστέλλω
17 ελαχιστοποιώ
18 μετριάζω

sminuirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zminuˈirsi]

1 ταπεινώνομαι
2 μειώνω τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sminatore sminuzzamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smilitarizzazione (θηλ.ουσ)
smilzo (επίθ.)
sminamento (ουσ αρσ )
sminare (ρ. μτβ.)
sminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sminuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sminuirsi (ρ.μ. (αντων.))
sminuzzamento (ουσ αρσ )
sminuzzare (ρ. μτβ.)
sminuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sminuzzatura (θηλ.ουσ)
sminuzzolamento (ουσ αρσ )
sminuzzolare (ρ. μτβ.)
sminuzzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
smirne (θηλ.ουσ)
smistamento (ουσ αρσ )
smistare (ρ. μτβ.)
smisuratamente (επίρ.)
smisuratezza (θηλ.ουσ)
smisurato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---