Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sminuzzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zminutˈtsare]

1 λιανίζω
2 κερματίζω
3 μπαίνω στις λεπτομέρειες
4 κατακόβω
5 διαμελίζω
6 θρυμματίζω
7 θρυψαλιάζω
8 κομματιάζω
9 θρύπτω

sminuzzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zminutˈtsarsi]

1 θρύβομαι
2 κομματιάζομαι
3 θρυψαλιάζομαι
4 θρυμματίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sminuzzamento sminuzzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sminare (ρ. μτβ.)
sminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sminuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sminuirsi (ρ.μ. (αντων.))
sminuzzamento (ουσ αρσ )
sminuzzare (ρ. μτβ.)
sminuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sminuzzatura (θηλ.ουσ)
sminuzzolamento (ουσ αρσ )
sminuzzolare (ρ. μτβ.)
sminuzzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
smirne (θηλ.ουσ)
smistamento (ουσ αρσ )
smistare (ρ. μτβ.)
smisuratamente (επίρ.)
smisuratezza (θηλ.ουσ)
smisurato (επίθ.)
smithsonite (θηλ.ουσ)
smitizzare (ρ. μτβ.)
smitizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---