ItalianoGreco


smilitarizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zmilitariddzatˈtsjone]

1 αφαίρεση στρατιωτικών δυνάμεων από περιοχή
2 άρση στρατιωτικών περιορισμών και ελέγχων
3 μεταβίβαση εξουσίας ή διοίκησης από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς
4 αποστρατικοποίηση
5 αποστράτευση
6 αποστρατεία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z