Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smontatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zmontaˈtura]

1 αποθάρρυνση
2 αποσυναρμολόγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smontarsi smorfia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smontabile (επίθ.)
smontaggio (ουσ αρσ )
smontare (ρ.αμτβ.)
smontare (ρ. μτβ.)
smontarsi (ρ.μ. (αντων.))
smontatura (θηλ.ουσ)
smorfia (θηλ.ουσ)
smorfiosamente (επίρ.)
smorfioso (ουσ αρσ )
smorfioso (επίθ.)
smorto (επίθ.)
smorzando (επίρ.)
smorzare (ρ. μτβ.)
smorzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smorzato (επίθ.)
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smorzatura (θηλ.ουσ)
smosso (επίθ.)
smottamento (ουσ αρσ )
smottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---