ItalianoGreco


smùngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzmunʤere]

1 αποσπώ χρήματα από κάποιον
2 εκμεταλλεύομαι κάποιον
3 αδυνατίζω πολύ κάποιον


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---