ItalianoGreco


smussàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zmusˈsare]

1 στρογγυλεύω τα άκρα
2 λαξεύω
3 εξομαλύνω
4 μαλακώνω
5 στομώνω
6 στρογγυλεύω
7 αμβλύνω
8 αμβλύνω την κόψη
9 ξακρίζω

smussarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zmusˈsarsi]

γίνομαι αμβλύς (για κόψη)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---