Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smuòvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzmwɔvere]

1 αναποδογυρίζω τη γνώμη κάποιου
2 τουμπάρω
3 παραπείθω
4 συνταράζω ψυχικά
5 επηρεάζω
6 συγκινώ
7 μεταθέτω
8 μετακινώ
9 αλλάζω θέση σε κάποιον ή κάτι
10 αποτρέπω
11 μεταπείθω
12 μετατοπίζω

smuoversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈzmwɔversi]

1 αλλάζω γνώμη
2 συγκινούμαι
3 επηρεάζομαι
4 μετακινούμαι
5 μετατοπίζομαι
6 αλλάζω τη θέση μου
7 κινούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smunto smurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smozzicare (ρ. μτβ.)
smozzicato (επίθ.)
smozzicatura (θηλ.ουσ)
smungere (ρ. μτβ.)
smunto (επίθ.)
smuovere (ρ. μτβ.)
smuoversi (ρ.μ. (αντων.))
smurare (ρ. μτβ.)
smusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smusata (θηλ.ουσ)
smussamento (ουσ αρσ )
smussare (ρ. μτβ.)
smussarsi (ρ.μ. (αντων.))
smussato (επίθ.)
smussatura (θηλ.ουσ)
smusso (αρσ. επίθ και ουσ)
snack–bar (ουσ αρσ )
snasare (ρ. μτβ.)
snasato (επίθ.)
snaturamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---