Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmùsso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzmusso] 1 εξάρτημα με στρογγυλεμένα άκρα 2 φαλτσογωνιά 3 λοξοτομή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |