Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsnodatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [znodaˈtura] 1 ξεκούμπωμα 2 άρθρωση 3 λύσιμο (κόμπου) 4 αποδέσμευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |