Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sobbàlzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sobˈbaltso]

1 πέταγμα επάνω
2 αναπήδημα
3 τίναγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sobbalzare sobbarcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snudare (ρ. μτβ.)
soave (επίθ.)
soavemente (επίρ.)
soavità (θηλ.ουσ)
sobbalzare (ρ.αμτβ.)
sobbalzo (ουσ αρσ )
sobbarcare (ρ. μτβ.)
sobbarcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sobbollimento (ουσ αρσ )
sobbollire (ρ.αμτβ.)
sobborgo (ουσ αρσ )
sobillamento (ουσ αρσ )
sobillare (ρ. μτβ.)
sobillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sobillazione (θηλ.ουσ)
sobriamente (επίρ.)
sobrietà (θηλ.ουσ)
sobrio (επίθ.)
socchiudere (ρ. μτβ.)
socchiuso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---