ItalianoGreco


snodàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [znoˈdato]

1 ευέλικτος
2 συνδεδεμένος με άρθρωση
3 εύκαμπτος
4 ελαστικός
5 ευλύγιστος
6 αδέσποτος
7 λυτός
8 απολυτός
9 άδετος
10 λυμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z