Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soavità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soaviˈta]

1 ημερότητα
2 ηρεμία
3 μειλιχιότητα
4 ηπιότητα
5 πραότητα
6 επιείκεια
7 ευχαρίστηση
8 αγαλλίαση
9 γλυκύτητα
10 τερπνότητα
11 ευαρέσκεια
12 ευφροσύνη
13 ευγενικότητα
14 ευγένεια
15 ευπροσηγορία
16 αβρότητα
17 αβροφροσύνη
18 ευαισθησία
19 απαλότητα
20 γλύκα
21 ευγένεια
22 λεπτότητα
23 τρυφερότητα
24 χάρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soavemente sobbalzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snodatura (θηλ.ουσ)
snodo (ουσ αρσ )
snudare (ρ. μτβ.)
soave (επίθ.)
soavemente (επίρ.)
soavità (θηλ.ουσ)
sobbalzare (ρ.αμτβ.)
sobbalzo (ουσ αρσ )
sobbarcare (ρ. μτβ.)
sobbarcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sobbollimento (ουσ αρσ )
sobbollire (ρ.αμτβ.)
sobborgo (ουσ αρσ )
sobillamento (ουσ αρσ )
sobillare (ρ. μτβ.)
sobillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sobillazione (θηλ.ουσ)
sobriamente (επίρ.)
sobrietà (θηλ.ουσ)
sobrio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---