Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soàve  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈave]

1 τερπνός
2 ευχάριστος
3 αρεστός
4 θελξικάρδιος
5 ευάρεστος
6 λεπτός
7 γλυκός
8 αβρός
9 απαλός
10 τρυφερός
11 ευγενικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snudare soavemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snodarsi (ρ.μ. (αντων.))
snodato (επίθ.)
snodatura (θηλ.ουσ)
snodo (ουσ αρσ )
snudare (ρ. μτβ.)
soave (επίθ.)
soavemente (επίρ.)
soavità (θηλ.ουσ)
sobbalzare (ρ.αμτβ.)
sobbalzo (ουσ αρσ )
sobbarcare (ρ. μτβ.)
sobbarcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sobbollimento (ουσ αρσ )
sobbollire (ρ.αμτβ.)
sobborgo (ουσ αρσ )
sobillamento (ουσ αρσ )
sobillare (ρ. μτβ.)
sobillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sobillazione (θηλ.ουσ)
sobriamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---