ItalianoGreco


soccórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sokˈkorso]

η βοήθεια, η συνδρομή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chiamare soccorso = φωνάζω βοήθεια || prestare soccorso = παρέχω βοήθεια || pronto soccorso [αρσ.] = οι πρώτες βοήθειες [f.], η πρώτη βοήθεια || soccorso [αρσ.] stradale = η οδική βοήθεια



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z