ItalianoGreco


sociàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈʧale]

κοινωνικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


assistente [αρσ.] sociale = ο κοινωνικός λειτουργός || previdenza [θηλ.] sociale = η κοινωνική πρόνοια



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---