Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


socialìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soʧaˈlista]

ο σοσιαλιστής

socialìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soʧaˈlista]

σοσιαλιστικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  socialismo socialistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soccoscio (ουσ αρσ )
socialdemocratico (αρσ. επίθ και ουσ)
socialdemocrazia (θηλ.ουσ)
sociale (επίθ.)
socialismo (ουσ αρσ )
socialista (ουσ αρσ και θηλ.)
socialista (επίθ.)
socialistico (επίθ.)
socialistoide (ουσ αρσ και θηλ.)
socialistoide (επίθ.)
socialità (θηλ.ουσ)
socializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
socializzatore (ουσ αρσ )
socializzazione (θηλ.ουσ)
socialmente (επίρ.)
società (θηλ.ουσ)
societario (επίθ.)
socievole (επίθ.)
socievolezza (θηλ.ουσ)
socievolmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---