Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soliˈtarjo]

(gioco) η πατσιέντσα

solitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soliˈtarjo]

μονήρης (-ης, -ες), μοναχικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solitamente solito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solipsistico (επίθ.)
solista (ουσ αρσ και θηλ.)
solista (επίθ.)
solistico (επίθ.)
solitamente (επίρ.)
solitario (ουσ αρσ )
solitario (επίθ.)
solito (ουσ αρσ )
solito (επίθ.)
solitudine (θηλ.ουσ)
sollazzamento (ουσ αρσ )
sollazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollazzevole (επίθ.)
sollazzo (ουσ αρσ )
sollecitamente (επίρ.)
sollecitamento (ουσ αρσ )
sollecitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollecitato (επίθ.)
sollecitatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---