Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolitàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [soliˈtarjo] (gioco) η πατσιέντσα solitàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [soliˈtarjo] μονήρης (-ης, -ες), μοναχικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |