Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soprintendènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [soprintenˈdɛnte]

1 τμηματάρχης
2 επόπτης
3 κτηματομεσίτης
4 επιτηρητής
5 επιβλέπων
6 διευθυντής
7 επιθεωρητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soprindicato soprintendenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopreccedere (ρ.αμτβ.)
sopreccedere (ρ. μτβ.)
sopredificare (ρ. μτβ.)
sopredificazione (θηλ.ουσ)
soprindicato (αρσ. επίθ και ουσ)
soprintendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
soprintendenza (θηλ.ουσ)
soprintendere (ρ.αμτβ.)
soprosso (ουσ αρσ )
sopruso (ουσ αρσ )
soqquadro (ουσ αρσ )
sorba (θηλ.ουσ)
sorbettare (ρ. μτβ.)
sorbettiera (θηλ.ουσ)
sorbettiere (ουσ αρσ )
sorbetto (ουσ αρσ )
sorbire (ρ. μτβ.)
sorbite (θηλ.ουσ)
sorbitolo (ουσ αρσ )
sorbo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---