Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soprùso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈpruzo]

1 βιαιοπραγία
2 προσβολή
3 πράξη τυραννίας
4 κατάχρηση
5 εξύβριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soprosso soqquadro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soprindicato (αρσ. επίθ και ουσ)
soprintendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
soprintendenza (θηλ.ουσ)
soprintendere (ρ.αμτβ.)
soprosso (ουσ αρσ )
sopruso (ουσ αρσ )
soqquadro (ουσ αρσ )
sorba (θηλ.ουσ)
sorbettare (ρ. μτβ.)
sorbettiera (θηλ.ουσ)
sorbettiere (ουσ αρσ )
sorbetto (ουσ αρσ )
sorbire (ρ. μτβ.)
sorbite (θηλ.ουσ)
sorbitolo (ουσ αρσ )
sorbo (ουσ αρσ )
sorbole (επιφ.)
sorcino (επίθ.)
sorcio (ουσ αρσ )
sordaggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---