Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorbettiére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sorbetˈtjere]

εργαζόμενος σε παγωτοποιία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorbettiera sorbetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopruso (ουσ αρσ )
soqquadro (ουσ αρσ )
sorba (θηλ.ουσ)
sorbettare (ρ. μτβ.)
sorbettiera (θηλ.ουσ)
sorbettiere (ουσ αρσ )
sorbetto (ουσ αρσ )
sorbire (ρ. μτβ.)
sorbite (θηλ.ουσ)
sorbitolo (ουσ αρσ )
sorbo (ουσ αρσ )
sorbole (επιφ.)
sorcino (επίθ.)
sorcio (ουσ αρσ )
sordaggine (θηλ.ουσ)
sordastro (επίθ.)
sordidamente (επίρ.)
sordidezza (θηλ.ουσ)
sordido (επίθ.)
sordina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---