Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorbìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sorˈbire]

1 υπομένω
2 υποφέρω
3 ανέχομαι
4 πίνω με μικρές γουλιές
5 πίνω γουλιά-γουλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorbetto sorbite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorba (θηλ.ουσ)
sorbettare (ρ. μτβ.)
sorbettiera (θηλ.ουσ)
sorbettiere (ουσ αρσ )
sorbetto (ουσ αρσ )
sorbire (ρ. μτβ.)
sorbite (θηλ.ουσ)
sorbitolo (ουσ αρσ )
sorbo (ουσ αρσ )
sorbole (επιφ.)
sorcino (επίθ.)
sorcio (ουσ αρσ )
sordaggine (θηλ.ουσ)
sordastro (επίθ.)
sordidamente (επίρ.)
sordidezza (θηλ.ουσ)
sordido (επίθ.)
sordina (θηλ.ουσ)
sordità (θηλ.ουσ)
sordo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---