Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sórcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsorʧo]

ποντίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorcino sordaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorbite (θηλ.ουσ)
sorbitolo (ουσ αρσ )
sorbo (ουσ αρσ )
sorbole (επιφ.)
sorcino (επίθ.)
sorcio (ουσ αρσ )
sordaggine (θηλ.ουσ)
sordastro (επίθ.)
sordidamente (επίρ.)
sordidezza (θηλ.ουσ)
sordido (επίθ.)
sordina (θηλ.ουσ)
sordità (θηλ.ουσ)
sordo (ουσ αρσ )
sordo (επίθ.)
sordomutismo (ουσ αρσ )
sordomuto (ουσ αρσ )
sordomuto (επίθ.)
sorella (θηλ.ουσ)
sorellanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---