Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sordomùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sordoˈmuto]

ο κωφάλαλος (-η)

sordomùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sordoˈmuto]

κωφάλαλος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sordomutismo sorella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sordina (θηλ.ουσ)
sordità (θηλ.ουσ)
sordo (ουσ αρσ )
sordo (επίθ.)
sordomutismo (ουσ αρσ )
sordomuto (ουσ αρσ )
sordomuto (επίθ.)
sorella (θηλ.ουσ)
sorellanza (θηλ.ουσ)
sorellastra (θηλ.ουσ)
sorgente (θηλ.ουσ)
sorgente (επίθ.)
sorgentifero (επίθ.)
sorgentizio (επίθ.)
sorgere (ρ.αμτβ.)
sorgiva (θηλ.ουσ)
sorgivo (επίθ.)
sorgo (ουσ αρσ )
soriano (ουσ αρσ )
soriano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---