Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsordità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sordiˈta] 1 κουφότητα 2 κωφότητα 3 κώφωση 4 βαρηκοΐα 5 κουφαμάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |