Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsórdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsordo] κουφός άνθρωπος sórdo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsordo] 1 (persona) κουφός (-ή, -ό) 2 (suono) ύποκωφος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |