Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sórdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsordo]

κουφός άνθρωπος

sórdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsordo]

1 (persona) κουφός (-ή, -ό)
2 (suono) ύποκωφος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sordità sordomutismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sordidamente (επίρ.)
sordidezza (θηλ.ουσ)
sordido (επίθ.)
sordina (θηλ.ουσ)
sordità (θηλ.ουσ)
sordo (ουσ αρσ )
sordo (επίθ.)
sordomutismo (ουσ αρσ )
sordomuto (ουσ αρσ )
sordomuto (επίθ.)
sorella (θηλ.ουσ)
sorellanza (θηλ.ουσ)
sorellastra (θηλ.ουσ)
sorgente (θηλ.ουσ)
sorgente (επίθ.)
sorgentifero (επίθ.)
sorgentizio (επίθ.)
sorgere (ρ.αμτβ.)
sorgiva (θηλ.ουσ)
sorgivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---