Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorgènte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sorˈʤɛnte]

η πηγή

sorgènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sorˈʤɛnte]

1 ανερχόμενος
2 ανατέλλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorellastra sorgentifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sordomuto (ουσ αρσ )
sordomuto (επίθ.)
sorella (θηλ.ουσ)
sorellanza (θηλ.ουσ)
sorellastra (θηλ.ουσ)
sorgente (θηλ.ουσ)
sorgente (επίθ.)
sorgentifero (επίθ.)
sorgentizio (επίθ.)
sorgere (ρ.αμτβ.)
sorgiva (θηλ.ουσ)
sorgivo (επίθ.)
sorgo (ουσ αρσ )
soriano (ουσ αρσ )
soriano (επίθ.)
sorite (θηλ.ουσ)
sormontabile (επίθ.)
sormontamento (ουσ αρσ )
sormontare (ρ.αμτβ.)
sormontare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---