Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsorgènte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sorˈʤɛnte] η πηγή sorgènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sorˈʤɛnte] 1 ανερχόμενος 2 ανατέλλων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |