Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sórgere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsorʤere]

ανατέλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorgentizio sorgiva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorellastra (θηλ.ουσ)
sorgente (θηλ.ουσ)
sorgente (επίθ.)
sorgentifero (επίθ.)
sorgentizio (επίθ.)
sorgere (ρ.αμτβ.)
sorgiva (θηλ.ουσ)
sorgivo (επίθ.)
sorgo (ουσ αρσ )
soriano (ουσ αρσ )
soriano (επίθ.)
sorite (θηλ.ουσ)
sormontabile (επίθ.)
sormontamento (ουσ αρσ )
sormontare (ρ.αμτβ.)
sormontare (ρ. μτβ.)
sornione (ουσ αρσ )
sornione (επίθ.)
soro (ουσ αρσ )
sororale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---