Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsorìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [soˈrite] 1 είδος φιλοσοφικού συλλογισμού 2 σωρείτης (στην φιλοσοφία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |