Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sormontamento  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sormontaˈmento]

1 υπερκέραση
2 ξεπέρασμα
3 υπερνίκηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sormontabile sormontare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorgo (ουσ αρσ )
soriano (ουσ αρσ )
soriano (επίθ.)
sorite (θηλ.ουσ)
sormontabile (επίθ.)
sormontamento (ουσ αρσ )
sormontare (ρ.αμτβ.)
sormontare (ρ. μτβ.)
sornione (ουσ αρσ )
sornione (επίθ.)
soro (ουσ αρσ )
sororale (επίθ.)
sororicida (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sororicidio (ουσ αρσ )
sorosio (ουσ αρσ )
sorpassare (ρ. μτβ.)
sorpassato (ουσ αρσ )
sorpassato (επίθ.)
sorpasso (ουσ αρσ )
sorprendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---