ItalianoGreco


sornióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sorˈnjone]

δολερός άνθρωπος

sornióne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sorˈnjone]

1 πολυμήχανος
2 πονηρός
3 πανούργος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---