Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔro]

1 σωρός σπερμάτων φυτού
2 σωρός (πτέριδος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sornione sororale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sormontamento (ουσ αρσ )
sormontare (ρ.αμτβ.)
sormontare (ρ. μτβ.)
sornione (ουσ αρσ )
sornione (επίθ.)
soro (ουσ αρσ )
sororale (επίθ.)
sororicida (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sororicidio (ουσ αρσ )
sorosio (ουσ αρσ )
sorpassare (ρ. μτβ.)
sorpassato (ουσ αρσ )
sorpassato (επίθ.)
sorpasso (ουσ αρσ )
sorprendente (επίθ.)
sorprendentemente (επίρ.)
sorprendere (ρ. μτβ.)
sorprendersi (ρ.μ. (αντων.))
sorpresa (θηλ.ουσ)
sorpreso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---